ἀναφορῶν

ἀναφορῶν
ἀναφορά
coming up
fem gen pl
ἀναφορέω
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀναφόρων — ἀνάφορον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας …   Dictionary of Greek

  • μινιμαλισμός — Σύγχρονο καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1960. Στις εικαστικές τέχνες ο μ. έδωσε έμφαση στην απλότητα περιορίζοντας το έργο τέχνης σε έναν ελάχιστο αριθμό χρωμάτων, σχημάτων, γραμμών και υλικών. Στον μ. δεν γίνεται προσπάθεια …   Dictionary of Greek

  • μουσικογραφία — η μουσ. η συγγραφή μουσικών θεμάτων, εκλαϊκευμένων μελετών ή αναφορών στην ιστορία τής μουσικής ή τών μουσικών καθώς και η περιγραφή μουσικών έργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσικογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • προσκυνητός — ό / προσκυνητός, όν, ΝΜΑ [προσκυνῶ] νεοελλ. μσν. φιλοφρόνηση που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν στην αρχή ή και στο τέλος επιστολών ή και επίσημων αναφορών μσν. αρχ. αυτός που είναι ή γίνεται αντικείμενο προσκυνήματος. επίρρ... προσκυνητῶς Μ με… …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Τάφος — Ονομασία του τάφου του Χριστού, που βρίσκεται στον μεγάλο ναό της Αναστάσεως στην Ιερουσαλήμ και, γενικότερα, των Αγίων Τόπων. Τόσο τα Ευαγγέλια όσο και οι Πράξεις των Αποστόλων δεν μνημονεύουν την ακριβή θέση του τάφου και, έως τον 4o αι. μ.Χ.,… …   Dictionary of Greek

  • Αρριανός, Φλάβιος — (Νικομήδεια Βιθυνίας 95; – 175; μ.Χ.).Ιστορικός και φιλόσοφος. Σπούδασε αρχικά στην πατρίδα του και ύστερα στη Νικόπολη της Ηπείρου, όπου είχε δάσκαλο τον Επίκτητο. Αργότερα υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις στον ρωμαϊκό στρατό και βρέθηκε έτσι στην… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”